-
1 μεσόω
A to be in or at the middle,τόδ' ἴσθι, μηδέπω μεσοῦν κακόν A.Pers. 435
;ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσσῖ E.Med.60
;ἐπειδὴ τὸ δρᾶμα ἤδη μεσοίη Ar.Ra. 924
; esp. of Time, μεσοῦσα ἡμέρη midday, Hdt. 3.104; θέρους μεσοῦντος in midssummer, Th.5.57;ἐν [ἐνιαυτῷ] μεσοῦντι X.HG2.2.24
; πρὸς ἥλιον μεσοῦντα to wards midday, Thphr.CP2.4.8;μεσούντων τῶν ζῳδίων Hipparch.2.3.19
.2 c. gen., to be in the middle of,τῆς ἀναβάσιος Hdt.1.181
;τὰ δὲ καὶ μεσοῦν τούτων Pl.R. 618b
; μεσοῦντα τῆς ἀρχῆς in the middle of his time of office, Sch. Aeschin.3.12: and c. part.,μεσοῦν δειπνοῦντας Pl.Smp. 175c
.
См. также в других словарях:
μεσώ — μεσῶ, όω, Μ μεσώνω και μεσώννω) [μέσος] νεοελλ. (μόνο σε φρ.) «μεσούντος τού μηνός», «μεσούσης τής εβδομάδας» κ.λπ. κατά τα μέσα τού μήνα, τής εβδομάδας κ.λπ. μσν. γεμίζω κάτι («ἕνα ποτήριν... καὶ μεσώννουν τὸ κρασίν», Μαχ.) μσν. αρχ. είμαι ή… … Dictionary of Greek